- ὠμοσπάρακτος
- ὠμο-σπάρακτος [pron. full] [ᾰρ], ον,A torn in pieces raw, Ar.Eq.345.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμοσπάρακτος — ον, Α αυτός που έχει σπαραχθεί ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σπάρακτος (< σπαράσσω), πρβλ. νεο σπάρακτος] … Dictionary of Greek
ὠμοσπάρακτον — ὠμοσπάρακτος torn in pieces raw masc/fem acc sg ὠμοσπάρακτος torn in pieces raw neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοσπάρακτα — ὠμοσπάρακτος torn in pieces raw neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοδάϊκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὠμοσπάρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. αὐτο δάϊκτος] … Dictionary of Greek